Εντατικοποιούνται οι διαβουλεύσεις, σε τεχνικό και νομικό επίπεδο μεταξύ των κρατών-μελών προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Στο τραπέζι βρίσκεται μία νέα συμβιβαστική πρόταση η οποία περιέχει περισσότερες ρήτρες και στόχους από την αρχική πρόταση της Κομισιόν.

Οι προσπάθειες θα εντατικοποιηθούν τις επόμενες ημέρες προκειμένου να επέλθει συμφωνία πριν το τέλος του έτους. Όπως τόνισε μάλιστα η υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας, που κατέχει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νάντια Καλβίνο, θα πραγματοποιηθεί έκτακτη συνεδρίαση του Ecofin μόνο αν κριθεί απαραίτητο στο διάστημα 18-21 Δεκεμβρίου.

Η αναφορά στο ελληνικό χρέος

Μάλιστα, σε ένα από τα τρία κείμενα που είναι υπό συζήτηση, γίνεται συγκριμένη αναφορά στην Ελλάδα και ειδικότερα στο ελληνικό χρέος το 2033. Τη συγκεκριμένη χρονιά λήγει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα την περίοδο των μνημονίων στο σκέλος των αναβαλλόμενων τόκων που θα πρέπει τότε να ανακεφαλαιοποιηθούν. Η δαπάνη αυτή αυξάνει το δημόσιο χρέος ενώ τον ίδιο χρόνο οι ανάγκες χρηματοδότησης διπλασιάζονται στα 12,3 δις. ευρώ από 6,1 δις. ευρώ το 2024. Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα αναφέρονται στο νομικό κείμενο που είναι υπό διαπραγμάτευση, «λόγω της ειδικής σύνθεσης του ανεξόφλητου ελληνικού δημόσιου χρέους, ένα σημαντικό ποσό αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων πρόκειται να καταστεί ληξιπρόθεσμο το έτος 2033. Η σχετική έκτακτη αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εφαρμογή της διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους».

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις αμυντικές δαπάνες, με την έννοια ότι αποτελούν προτεραιότητα για την Ε.Ε. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης επεσήμανε ότι «το πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από την διαδικασία υπολογισμού του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος συγκεντρώνει πλέον την συναίνεση των  κρατών μελών και αυτό είναι μια πολύ σημαντική είδηση για την Ελλάδα».

Η νέα πρόταση

Με βάση τη νέα συμβιβαστική πρόταση που εξετάζουν οι χώρες –μέλη της Ε.Ε. προβλέπεται μεταξύ άλλων, ότι :

·  τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν πληροφορίες με τη μορφή μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών διαρθρωτικών σχεδίων που θα καλύπτουν περίοδο 4 ετών ή 5 ετών. Θα συνυπολογίζουν τα κοινοτικά κονδύλια.

·  σε περίπτωση σημαντικών σοκ στην Ε.Ε. θα υπάρχει μια γενική ρήτρα διαφυγής δίνοντας της δυνατότητα να υπάρξει απόκλιση από την πορεία των καθαρών δαπανών υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα.

·  στα κράτη-μέλη με χρέος γενικής κυβέρνησης άνω του 60% του ΑΕΠ ή με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα διαμορφώνει ένα σχέδιο προσαρμογής 4 ετών με δυνατότητα  παράτασης κατά 3 έτη.

· το σχέδιο προσαρμογής που θα διαμορφώσει η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειώνεται κατά ένα ελάχιστο μέσο ετήσιο ποσοστό :

  •    – 1% / ΑΕΠ εφόσον το χρέος υπερβαίνει το 90 % του ΑΕΠ
  •    –  0,5%/ ΑΕΠ αν το χρέος παραμένει μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ.

·    Για τα κράτη με υπερβολικό έλλειμμα (δηλαδή πάνω από 3% του ΑΕΠ) το περιθώριο αποκλίσεων ανέρχεται σε :

  •      – 1,5% / ΑΕΠ στην περίπτωση που το χρέος υπερβαίνει    το 90% του ΑΕΠ
  •      – τουλάχιστον  1%/ ΑΕΠ εφόσον το χρέος παραμένει κάτω από το 90% του ΑΕΠ

Η ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου ανέρχεται σε 0,3% του ΑΕΠ ή σε  0,2% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής (κατά 3 έτη).

Η ελάχιστη ετήσια προσαρμογή μπορεί να γίνεται πιο αυστηρή αν υπάρξουν ανησυχίες ως προς την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, αλλά και μια σειρά προϋποθέσεων για να έρθει η τριετής παράταση. Προβλέπει επίσης ειδική μεταβατική περίοδο στην οποία θα λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη το σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης.

Όσα κράτη-μέλη έχουν έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κάτω από το 3% του ΑΕΠ και χρέος κάτω από 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή παρέχει, μετά από αίτημα της χώρας, τεχνικές συστάσεις σχετικά με τη διαρθρωτική πρωτογενή ισορροπία που είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι το ονομαστικό έλλειμμα διατηρείται κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη χωρίς πρόσθετα μέτρα πολιτικής μεσοπρόθεσμα.

Για να πάρει ένα κράτος-μέλος την 3ετή παράταση, θα πρέπει να παρουσιάσει σχέδιο με ένα σύνολο επαληθεύσιμων και χρονικά δεσμευμένων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, θα υποστηρίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, θα αντιμετωπίζουν τις κοινές προτεραιότητες της Ένωσης. Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που θα στηρίξουν την παράταση θα πρέπει να πληρούν τα εξής κριτήρια:

  • να συνεπάγεται, βάσει αξιόπιστων και συνετών παραδοχών, βελτίωση του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας του κράτους μέλους.
  • υποστήριξη της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, με διαρθρωτική βελτίωση των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα, όπως η μείωση του λόγου των δημοσίων δαπανών προς το ΑΕΠ ή η αύξηση του λόγου των δημόσιων εσόδων προς το ΑΕΠ
  • να αντιμετωπίζει τις κοινές προτεραιότητες της Ένωσης
  • να ικανοποιεί τις σχετικές συστάσεις ανά χώρα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών
  • να  διασφαλίζει επενδυτικές προτεραιότητες  που δεν θα οδηγήσουν σε μείωση του επιπέδου των εθνικών χρηματοδοτούμενων δημοσίων επενδύσεων σε σύγκριση με το μεσοπρόθεσμο επίπεδο πριν από την έναρξη του σχεδίου.

Οι δαπάνες για δάνεια του Σχεδίου Ανάκαμψης και η εθνική συγχρηματοδότηση των κονδυλίων της Ε.Ε. το 2025 και το 2026, λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά που ένα κράτος μέλος ζητά εξαίρεση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα. «Αναγνωρίζοντας τον εξαιρετικό αντίκτυπο των πρόσφατων οικονομικών κραδασμών και την τρέχουσα αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις της δυνητικής ανάπτυξης, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν πιο σταθερές σειρές από αυτές που προκύπτουν από την κοινά αποδεκτή μεθοδολογία, υπό τον όρο ότι αιτιολογείται δεόντως από οικονομικά επιχειρήματα και τη σωρευμένη ανάπτυξη, ο ορίζοντας προβολής παραμένει σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένος» αναφέρεται στο κείμενο.