Ο ισλαμιστής τρομοκράτης που μαχαίρωσε μέχρι θανάτου δύο Σουηδούς οπαδούς ποδοσφαίρου στις Βρυξέλλες στις 16 Οκτωβρίου είχε αποτελέσει αντικείμενο αιτήματος έκδοσης από τις αρχές της Τυνησίας, αφού απέδρασε από τη φυλακή όπου εξέτιε ποινή κάθειρξης 26 ετών για πολλαπλές απόπειρες δολοφονίας.
Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς εάν τον είχε «διασώσει» κάποια ΜΚΟ στην Μεσόγειο όπως έχουμε δει να συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια αλλά και τις τελευταίες ημέρες, με σχετικές πανηγυρικές αναρτήσεις.
Σύμφωνα με τα βελγικά μέσα ενημέρωσης, ο Τυνήσιος υπήκοος Abdesalem Lassoued είχε φυλακιστεί στην πατρίδα του μετά την καταδίκη του για δύο απόπειρες δολοφονίας το 2005, αλλά δραπέτευσε το 2011 και κατέφυγε στην Ευρώπη όπου κυκλοφορούσε ελεύθερος για χρόνια πριν ανοίξει πυρ εναντίον Σουηδών υπηκόων που παρακολουθούσαν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στις Βρυξέλλες την περασμένη Δευτέρα.
Η εισαγγελία των Βρυξελλών αποκάλυψε ότι η Τύνιδα είχε υποβάλει αίτημα έκδοσης του Λασουέντ τον Αύγουστο του 2022, το οποίο όμως δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ από τις βελγικές αρχές.
Ανώτερη πηγή του γραφείου των Βρυξελλών δήλωσε στην εφημερίδα De Standaard ότι ο φάκελος του Λασουέντ δεν έφτασε ποτέ ενώπιον του αρμόδιου δικαστή για να ενεργήσει το αίτημα “λόγω εσωτερικού διοικητικού λάθους”.
Η παραδοχή-βόμβα από τις βελγικές αρχές οδήγησε σε έρευνα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου μεταξύ του εισαγγελέα των Βρυξελλών Τιμ Ντε Βολφ, του προϊσταμένου του, γενικού εισαγγελέα Γιόχαν Ντελμούλ, και του εν λόγω δικαστή για να διαπιστωθεί πώς επέτρεψε να συμβεί ένα τέτοιο λάθος.
“Η σοβαρή υποστελέχωση της εισαγγελίας των Βρυξελλών έπαιξε ρόλο, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία”, δήλωσε ο Ντε Γούλφ σε συνέντευξη Τύπου την Κυριακή.
Εξήγησε ότι η συνήθης επανεξέταση κάθε έξι μήνες των εκκρεμών αιτήσεων δεν είχε πραγματοποιηθεί την άνοιξη λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας, λέγοντας στους δημοσιογράφους ότι είναι πιθανό ο φάκελος να είχε εντοπιστεί και να είχε αντιμετωπιστεί τις επόμενες εβδομάδες κατά τη διάρκεια μιας επερχόμενης επιθεώρησης.
“Ο φάκελος θα έπρεπε να είχε εξεταστεί ένα χρόνο νωρίτερα. Η κοινωνία δεν έλαβε αυτό που δικαιούται και αυτό πληγώνει βαθύτατα το αίσθημα ευθύνης μας”, δήλωσε ο De Wolf. “Αυτό αφήνει βαθύ σημάδι σε όλους τους εμπλεκόμενους συναδέλφους που δίνουν καθημερινά τον καλύτερο εαυτό τους όταν χειρίζονται αυτούς τους φακέλους. Πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποφευχθεί η επανάληψη”, πρόσθεσε.
Το φιάσκο οδήγησε στην παραίτηση του Βέλγου υπουργού Δικαιοσύνης Βίνσεντ Βαν Κουίκενμπορν αργά το βράδυ της Παρασκευής, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία του να “αναλάβει την πολιτική ευθύνη για αυτό το απαράδεκτο λάθος”.
“Θέλω ειλικρινά να ζητήσω συγγνώμη εκ μέρους της δικαιοσύνης από τα θύματα και τους οικείους τους. Θα ήθελα επίσης να ζητήσω συγγνώμη στο όνομα της δικαιοσύνης από τον σουηδικό λαό και τους Βέλγους συμπολίτες μας”, δήλωσε στους δημοσιογράφους ανακοινώνοντας την αποχώρησή του.
Ο Πολ Βαν Τίγκσελτ ορκίστηκε επίσημα ως διάδοχός του την Κυριακή.
Ο Βαν Τίγκσελτ είχε διατελέσει προσωπάρχης του Βαν Κουίκενμπορν και ήταν επίσημα επικεφαλής του Συντονιστικού Οργάνου Ανάλυσης Απειλών του Βελγίου (OCAM) για τέσσερα χρόνια.