Ιδιαίτερα βαρείς χαρακτηρισμούς χρησιμοποίησε ο Υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης, για τα κόμματα που κινούνται στο χώρο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Μακεδονία» ο κ. Βορίδης απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με την εκτίναξη των ποσοστών των κομμάτων που ευρίσκονται εκ δεξιών του κυβερνώντος κόμματος και ιδίως στη Βόρειο Ελλάδα, απήντησε ότι «η αντιπολίτευση σε αυτή την Βουλή είναι κατακερματισμένη. Οι κοινοβουλευτικοί και εκλογικοί συσχετισμοί διαμορφώνουν μία καθαρή πλειοψηφική υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που λέτε ‘κόμματα δεξιά της Ν.Δ.’ είναι ένα λαϊκίστικο συνονθύλευμα χωρίς πραγματική πολιτική ατζέντα, χωρίς ουσιαστικές θέσεις, χωρίς καν συγκροτημένες θέσεις διαμαρτυρίας. Ο πραγματικός αντίπαλος της Κυβέρνησης δεν είναι η ‘δεξιά‘ ή η αριστερή αντιπολίτευση, αλλά τα προβλήματα των πολιτών. Με αυτά μάχεται η Κυβέρνηση. Και όχι με τα ‘κόμματα της δεξιάς’», ξεκαθάρισε.
Ο Υπουργός ερωτήθηκε και για τις νέες ταυτότητες, όπου και πάλι, απαντώντας σε όσους εγείρουν ζήτημα σχετικά, χαρακτήρισε τη συζήτηση «βαθιά ανορθολογική», για να καταλήξει ότι: «Η ευθύνη μας είναι σε αυτούς τους πολίτες να εξηγήσουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα προστασίας προσωπικών δεδομένων από αυτές τις ταυτότητες, οι οποίες εκδίδονται με έγκριση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, να άρουμε και να αντικρούσουμε τις όποιες επιφυλάξεις έχουν και να τελειώνει αυτή η ιστορία. Η μάχη με το λαϊκισμό δεν έχει τελειώσει επειδή γίνανε εκλογές, είναι μια διαρκής μάχη», επισημαίνει εν κατακλείδι.
Ενδιαφέρον πάντως θα είχε, αν μετά τον Άδωνι Γεωργιάδη και ο Μάκης Βορίδης μας εξηγούσε, πώς μπορεί να τα λέει κανείς αυτά, όταν έχει υπάρξει επί έτη διακεκριμένο μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδος του ΛΑ.Ο.Σ., η οποία και στο στρατόπεδο του λαϊκισμού ανήκε – έτσι όπως τουλάχιστον τον αντιλαμβάνεται ο κ. Βορίδης, αλλά και από έλλειψη συγκροτημένων θέσεων διαμαρτυρίας έπασχε. Άραγε, θα μας έλεγε και εκείνος το αμίμητο του Αδώνιδος «α, τότε ήμουν στο ΛΑ.Ο.Σ.»; Ή μήπως θα χρησιμοποιούσε πιο «σοφιστικέ» ερμηνείες του τύπου «πρέπει να βλέπει κανείς τα πράγματα υπό το πρίσμα της εποχής τους και όχι με σημερινούς όρους».