της Ελευθερίας Κούρταλη
Ο εκπληκτικά ισχυρός πληθωρισμός των ΗΠΑ τον Ιανουάριο πυροδότησε τους φόβους των επενδυτών ότι η υπερθέρμανση της οικονομίας και οι επικείμενοι δασμοί θα μπορούσαν να… στριμώξουν τη Fed, υποτιμώντας τις ελπίδες μείωσης των επιτοκίων, ακόμα και ενισχύοντας την απειλή μιας αύξησης.
Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν περισσότερο από το αναμενόμενο τον Ιανουάριο, ενδυναμώνοντας τις προσδοκίες ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν θα βιαστεί να επαναλάβει τη μείωση των επιτοκίων, ιδιαίτερα καθώς η οικονομική αβεβαιότητα επιδεινώνεται λόγω της αναμενόμενης πληθωριστικής επίδρασης των δασμών του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σε βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή επιταχύνθηκε κατά 0,5% τον περασμένο μήνα, με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού να διαμορφωθεί στο 3%. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών ήταν 0,3% και 2,9%, αντίστοιχα.
Ωστόσο η μέτρηση του πληθωρισμού πιθανότατα θα περιπλέξει τις προσπάθειες των επενδυτών να αξιολογήσουν πότε μπορεί η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει ξανά τα επιτόκια, με ορισμένους μάλιστα να αρχίζουν να εκφράζουν ανησυχίες ότι η επόμενη κίνηση της Fed μπορεί να είναι μια άνοδος του κόστους δανεισμού, για τον περιορισμό των πιέσεων στις τιμές, μια μετατόπιση που θα κλονίσει τις αγορές.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς οίκοι αρχίζουν και “επισημαίνουν” ότι η ζυγαριά της προτίμησής τους αρχίζει και γέρνει προς τις ευρωπαϊκές μετοχές, οι οποίες και προέρχονται από έτη υποαπόδοσης σε σχέση με τις μετοχές των ΗΠΑ, ενώ τις τελευταίες ημέρες καταγράφουν νέα ιστορικά υψηλά. Με τον τερματισμό του πολέμου Ουκρανίας-Ρωσίας να γίνεται μια ευδιάκριτη προοπτική πλέον, η ευρωπαϊκή αγορά έχει και έναν πρόσθετο καταλύτη.
Πάντως, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, οι αγορές δεν έχουν ακόμη αποτυπώσει σημαντική ανησυχία για τις επιπτώσεις πιθανών εμπορικών πολέμων, πληθωριστικής αναζωπύρωσης και μειούμενης αποτελεσματικότητας της πάγιας πολιτικής των κεντρικών τραπεζών να… τυπώνουν χρήμα. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι επόμενες δασμολογικές και άλλες κινήσεις των ΗΠΑ όσο και οι “δυναμικές απαντήσεις” των εμπορικών τους εταίρων θα κρατήσουν τους επενδυτές σε εγρήγορση, έστω και αν ούτε οι ξένοι αναλυτές μπορούν για την ώρα να κοστολογήσουν αξιόπιστα και υπό τη μορφή σεναρίων τις πιθανές εμπορικές κυρώσεις.
UBS: “Οverweight” στην Ευρώπη
Στην αναβάθμιση της Ευρώπης σε “Οverweight” προχώρησε η UBS, καθώς εκτιμά ότι το ράλι που οδήγησε τον πανευρωπαϊκό δείκτη EuroStoxx σε υπεραπόδοση 6,5% από τον Νοέμβριο θα συνεχιστεί.
Στους παράγοντες που στηρίζουν την άποψή της είναι, πρώτον, το γεγονός ότι οι προοπτικές και η ελκυστικότητας της Ευρώπης έχουν “ανεβεί”, ενώ αυτές των ΗΠΑ έχει “πέσει”. Οι νομισματικές συνθήκες, η οικονομική δυναμική, η αποτίμηση, η τοποθέτηση, η περιφερειακή διάθεση κινδύνου και οι μακροοικονομικές ευαισθησίες σε μακροοικονομικά σενάρια έχουν βελτιωθεί για την Ευρώπη, όπως εξηγεί, ενώ έχουν διολισθήσει για τις ΗΠΑ, και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις κινήσεις στις αναθεωρήσεις των σχετικών κερδών και στη σχετική διάθεση ανάληψης ρίσκου.
Ένας άλλος παράγοντας πίσω από την αισιοδοξία της UBS είναι και η προοπτική μιας συμφωνίας για την εκεχειρία στην Ουκρανία. Η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας (που θα κοστίσει 0,3 τρισ. δολάρια ή το 3% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) και οι χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου (που, σύμφωνα με τη UBS, θα μπορούσαν να μειωθούν στο μισό) και του ηλεκτρικού ρεύματος θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα εταιρικά κέρδη και να μειώσουν τον πληθωρισμό.
Τρίτον, οι αναθεωρήσεις των προβλέψεων για τα εταιρικά κέρδη στην Ευρώπη βελτιώνονται σε σχέση με τις διεθνείς αγορές, αλλά αυτό δεν έχει προεξοφληθεί στις αγορές, τονίζει η UBS.
Άλλοι παράγοντες που επίσης λειτουργούν υποστηρικτικά για την Ευρώπη είναι:
1) Το κλείσιμο του χάσματος του ΑΕΠ της Ευρώπης με τις ΗΠΑ – κορυφώθηκε στο 3,3% το τρίτο τρίμηνο του 2023 και αναμένεται να πέσει στο 0,7% έως το τέλος του 2025.
2) Οι ακραίες σχετικές αποτιμήσεις, αφού το κλαδικά σταθμισμένο P/E εμφανίζει discount 25%, έναντι 7% που είναι συνήθως (όλοι οι κλάδοι στην Ευρώπη –εκτός του software– έχουν μεγαλύτερο discount έναντι αυτών των ΗΠΑ σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο).
Στο πλαίσιο αυτό, η UBS συστήνει στους επενδυτές να αγοράσουν μετοχές που είναι φθηνότερες και καλύτερες από εκείνες των αντίστοιχων ανταγωνιστών τους στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα τις Essity, Schneider, Siemens, τράπεζες (όπως η Intesa, η Εθνική Τράπεζα και η Erste), αεροπορικές χαμηλού κόστους (Ryanair), εταιρείες λιανεμπορίου (Zalando) και τηλεπικοινωνίες.
Στη λίστα της UBS με τις εταιρείες που θα ωφεληθούν από την εκεχειρία στην Ουκρανία τοποθετείται η Ryanair, η Erste Group Bank, η UPM, η Stora Enso, η easyJet, η Coca-Cola HBC, η Wizz Air και η LPP.
Όπως τονίζει η UBS, οι ΗΠΑ έχουν καλύτερη απόδοση όταν η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται, επωφελούνται από την απορρύθμιση/ φορολογικές περικοπές και είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε δασμούς. Ωστόσο πιστεύει ότι η Ευρώπη μπορεί να ξεπεράσει τις ΗΠΑ βραχυπρόθεσμα.
Ευρώπη “ψηφίζει” και η Citi
Και κατά τη Citigroup η υπεραπόδοση των ευρωπαϊκών μετοχών στη συνέχεια είναι πιθανή. Ενώ οι παγκόσμιες μετοχές έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, ο εξαιρετισμός των ΗΠΑ υπήρξε βασικός υποκείμενος μοχλός και, κατά την άποψή της, τα περιθώρια να συνεχιστεί αυτό στενεύουν.
Όπως επισημαίνει η Citi, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάπτυξη των κερδών ανά μετοχή EPS θα μπορούσε να διευρυνθεί σε ένα μεγαλύτερο σύνολο περιφερειών/τομέων το 2025. Το χάσμα στην αύξηση του EPS μεταξύ των Magnificent 7 και των υπόλοιπων μετοχών αναμένεται επίσης να μειωθεί σε μονοψήφια επίπεδα. Το προφίλ ανάπτυξης των διεθνών μετοχών εκτός τεχνολογίας και της ευρύτερης ευρωπαϊκής αγοράς φαίνεται απίστευτα παρόμοιο, γεγονός που σημαίνει ότι το χάσμα στην αύξηση του EPS μεταξύ των ηγετών της τεχνολογίας των ΗΠΑ και των υπόλοιπων κλάδων μειώνεται επίσης.
Προς τα τέλη του περασμένου έτους η αμερικανική τράπεζα άρχισε να επισημαίνει κινδύνους σχετικά με την πολύ έντονη τοποθέτηση στα mega caps των ΗΠΑ. Η υπερβολική σχετική τοποθέτηση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης έκτοτε έχει μειωθεί σημαντικά, αλλά παραμένει αρκετά ακραία. Η αγορά των ΗΠΑ τιμολογείται επίσης για την τελειότητα, ενώ η Ευρώπη τιμολογείται για τα πιο λογικά αποτελέσματα EPS. Και οι πτωτικές αναθεωρήσεις των ευρωπαϊκών EPS έχουν σταθεροποιηθεί.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Citi προτιμά τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 έναντι του S&P 500 και βλέπει την Ευρώπη ως τον καλύτερο κυκλικό παράγοντα διαφοροποίησης για τα παγκόσμια χαρτοφυλάκια, ειδικά εάν η παγκόσμια ανάπτυξη παραμείνει σε σταθερή τροχιά φέτος και οι κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν να χαλαρώνουν τη νομισματική πολιτική, μειώνοντας περαιτέρω τα επιτόκια.
Goldman Sachs: Risk-on, αλλά με προσοχή
“Παραμένουμε υπέρ του ρίσκου με κάποια επιφυλακτικότητα”, σημειώνει η Goldman Sachs σε ό,τι αφορά την επενδυτική στρατηγική των επόμενων μηνών. Πιστεύει ότι ένα ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο θα πρέπει να αποφέρει σχετικά ελκυστικές αποδόσεις, προσαρμοσμένες στο ρίσκο το 2025. Πάντως, όπως τονίζει, ανησυχεί για τον κίνδυνο διόρθωσης των μετοχών, συνεπώς, σε ορίζοντα τριών μηνών, εστιάζει περισσότερο στο hedging, όπως οι τοποθετήσεις στο δολάριο, στον χρυσό, στο ελβετικό φράγκο και στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, ώστε να προστατέψει το χαρτοφυλάκιό της από πιθανή αναταραχή στα χρηματιστήρια.
Πιο αναλυτικά, η αμερικανική τράπεζα παραμένει “Οverweight” στις μετοχές τόσο σε ορίζοντα τριών μηνών όσο και 12 μηνών, αν και επισημαίνει πως συνεχίζει να αναμένει χαμηλότερες αποδόσεις, κυρίως λόγω της μικρότερης αύξησης των κερδών και της μικρότερης επέκτασης των αποτιμήσεων. Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό της σενάριο, σε ένα περιβάλλον καλής ανάπτυξης, πτώσης του πληθωρισμού και μείωσης επιτοκίων, οι μετοχές εξακολουθούν να είναι πιθανό να αποφέρουν ελκυστικές αποδόσεις σε σχέση με άλλα assets.
Σε ένα πλαίσιο τέλους του οικονομικού κύκλου, οι μετοχές τείνουν να προσφέρουν μεγαλύτερα ανοδικά περιθώρια σε σύγκριση με την πιστωτική αγορά, όπως επισημαίνει, για παράδειγμα στην περίπτωση που η μεγαλύτερη αισιοδοξία για την τεχνητή νοημοσύνη ενισχύσει τις αποτιμήσεις ή η αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων υποστηρίξει τις μετοχές που έχουν μείνει πίσω, όπως αυτές της μικρής και της μεσαίας κεφαλαιοποίησης ή μετοχές εκτός των ΗΠΑ.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, η G.S. πιστεύει ότι οι κάπως αυξημένες αποτιμήσεις των μετοχών, οι ειδήσεις γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και η αυξημένη αβεβαιότητα πολιτικής λόγω των δασμών είναι πιθανό να διατηρήσουν τις μετοχές σε περιορισμένο εύρος.
Σε περιφερειακή βάση, η Goldman είναι ουδέτερη σε όλες τις αγορές, με στόχο τη μεγιστοποίηση της διαφοροποίησης. Στην Ευρώπη, οι θετικοί άνεμοι είναι πιο συμμετρικοί, λαμβάνοντας υπόψη την bearish τοποθέτηση που έχουν αυτή τη στιγμή οι επενδυτές και τους καταλύτες, όπως οι επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία, μια πιθανή συμφωνία Ρωσίας/Ουκρανίας και η πολιτική της ΕΚΤ.
J.P. Morgan: Tραμπ 1 Vs Tραμπ 2 – Ομοιότητες και διαφορές για τις αγορές
Η J.P. Morgan επισημαίνει ότι οι επενδυτές ευελπιστούν ότι οι μετοχές θα δουν μια αυξανόμενη συμμετοχή, κάτι που ενδεχομένως να μοιάζει με αυτό που συνέβη στην πρώτη διακυβέρνηση του Τραμπ. Το 2017 οι ΗΠΑ σημείωσαν πολύ ισχυρές επιδόσεις σε απόλυτους όρους, με άνοδο 20%, ωστόσο άλλες αγορές κινήθηκαν ακόμα ψηλότερα, με τις αναδυόμενες αγορές να είναι η κορυφαία περιφέρεια σε απόδοση, με άνοδο 35%, ενώ η Ευρωζώνη και η Ιαπωνία ξεπέρασαν επίσης τον αμερικανικό S&P 500.
Η αμερικανική τράπεζα τονίζει, ωστόσo, πως βλέπει σημαντικές διαφορές στο σημερινό περιβάλλον των αγορών σε σχέση με το 2017:
Πρώτον, το χάσμα ανάπτυξης μεταξύ των περιοχών διεθνώς είχε μειωθεί απότομα τότε, με την Ευρωζώνη να ξεπερνά τις ΗΠΑ ακόμα και καθώς οι ΗΠΑ απολάμβαναν όλα τα οφέλη από την απορρύθμιση, τις φοροελαφρύνσεις και τη φιλοεπενδυτική στάση της κυβέρνησης. Ο καταλύτης για αυτό ήταν τα κινεζικά μέτρα τόνωσης, στις αρχές του 2016, τα οποία δεν βοήθησαν μόνο την Κίνα, η οποία κατέγραψε ανάπτυξη 7% το 2017, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Η αλληλουχία είναι διαφορετική τώρα, ενώ διαφορετική είναι και η εικόνα της ανάπτυξης του 2025.
Δεύτερον, η σύγκλιση στην ανάπτυξη πίεσε το δολάριο ΗΠΑ προς τα κάτω το 2017, γεγονός που είναι τυπικά bullish για τα risk assets, τις αναδυόμενες και τις διεθνείς αγορές και τα εμπορεύματα. Δεν είναι σαφές ότι το δολάριο θα επαναλάβει το ίδιο μοτίβο αυτή τη φορά.
Τρίτον, είναι το εμπορικό σκηνικό. Το 2017 δεν υπήρχε εμπορική αβεβαιότητα και, μόλις ξεκίνησε το 2018, το δολάριο άρχισε να ανατιμάται. Οι διαμάχες που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες στο εμπόριο δεν προκάλεσαν μεγάλη μόνιμη ζημιά, αλλά μπορούν εύκολα να αναζωπυρωθούν ανά πάσα στιγμή. Το επεισόδιο του 2018 ώθησε τον δασμολογικό συντελεστή των ΗΠΑ από το 0,3% στο 2,3%. Το πρόσθετο 10% για την Κίνα το μετακινεί πιθανότατα στο 3%.
Τέλος, όπως τονίζει η JPM, το σκηνικό των αποδόσεων των ομολόγων θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί καθοριστικό από εδώ και πέρα. Η πρώτη θητεία Τραμπ ξεκίνησε με αποδόσεις στο 1,8% και με μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία προσέφεραν πολλά περιθώρια για την ανατιμολόγηση του reflation trade. Τα τρέχοντα επίπεδα των αποδόσεων και των ελλειμμάτων είναι πολύ υψηλότερα.
Η J.P. Morgan πιστεύει ότι ο αμερικανικός εξαιρετισμός ξεθωριάζει στον χώρο των τεχνολογιών. “Είμαστε ουδέτεροι στον κλάδο και δεν τον βλέπουμε να ηγείται πλέον”, όπως τονίζει. Οι προσδοκίες για τις Magnificent 7 είναι πολύ υψηλές, όπως επισημαίνει.
BofA: Θα μπορούσε ο ταύρος στις ΗΠΑ να γονατίσει;
“Οι αγορές δεν είναι ποτέ γραμμικές”, υποστηρίζει η Bank of America. “Ακόμα και όταν τα πράγματα φαίνονται bullish, είναι σημαντικό οι επενδυτές να λαμβάνουν υπόψη κινδύνους που θα μπορούσαν να κάνουν τον ταύρο στη Wall Street να παραπατήσει”, σημειώνει χαρακτηριστικά και παραθέτει πέντε πιθανά σενάρια που θα πρέπει να έχει υπόψη της η αγορά:
1. Υψηλότερες από τις αναμενόμενες μετρήσεις στον πληθωρισμό και εκτροχιασμός των μειώσεων των επιτοκίων, ταράζοντας την αγορά βραχυπρόθεσμα. Οι πληθωριστικές προσδοκίες μετατοπίστηκαν υψηλότερα στις αρχές του 2025, προκαλώντας επανεξέταση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η αγορά τιμολογεί τώρα μια μείωση επιτοκίων φέτος, ενώ οι οικονομολόγοι της BofA Global Research αναμένουν ότι η Fed θα σταματήσει εντελώς τις μειώσεις το 2025.
2. Το αδιέξοδο ανατρέπει τις πολιτικές. Πολλοί αναμένουν ότι ο μονοκομματικός έλεγχος στην Ουάσινγκτον θα επιφέρει φιλικές προς την αγορά φορολογικές και ρυθμιστικές αλλαγές το 2025. Ωστόσο η θέσπιση νομοθεσίας είναι περίπλοκη, ειδικά με μια μικρή πλειοψηφία της Βουλής, και το σχήμα και το χρονοδιάγραμμα παραμένουν ρευστά.
3. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποφέρει τα κέρδη που αναμένεται. Εν μέσω τεράστιων επενδύσεων κεφαλαίου σε υποδομές τεχνητής νοημοσύνης (AI), μόλις το 6% των εταιρειών των ΗΠΑ χρησιμοποιούν αυτήν τη στιγμή την τεχνητή νοημοσύνη για να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες.
4. Οι σχέσεις με την Κίνα χειροτερεύουν. Με τις ΗΠΑ και την Κίνα να βρίσκονται ήδη σε αντιπαράθεση για το εμπόριο, την τεχνολογία και την Ταϊβάν, οι δασμοί και τα αντίποινα θα μπορούσαν να επιδεινώσουν μια σχέση που εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας και για τις δύο οικονομίες.
5. Τα ελλείμματα αναστατώνουν τις αγορές. Η δυναμική οικονομία και η παγκόσμια επενδυτική όρεξη για τα 10ετή κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ έχουν επιτρέψει μέχρι στιγμής στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διαχειρίζεται τα οικονομικά της παρά τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Χωρίς δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, οι αυξανόμενες ανησυχίες για το έλλειμμα θα μπορούσαν να διαταράξουν τις αγορές.
Πηγή: Capital.gr