Σχολιάζοντας σχετικά ο Μάρτιν Χορζέμπα, συνεργάτης του Ινστιτούτου Πέτερσον για τη Διεθνή Οικονομία, τονίζει ότι «προκαλεί μεγάλη απογοήτευση στο Πεκίνο, που ήλπιζε να προσφέρει επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις ΗΠΑ ως αντάλλαγμα στη διαπραγμάτευση». Ο ίδιος προσθέτει ότι έπειτα από αυτήν την κίνηση «τίθεται εν αμφιβόλω κατά πόσον θα είναι ανοικτή η υπερδύναμη σε τέτοιου είδους επενδύσεις».

Οι επενδύσεις της Κίνας στη Βόρεια Αμερική μειώθηκαν στα τέλη του περασμένου έτους σε επίπεδα κάτω και από τα ιδιαιτέρως χαμηλά στα οποία είχαν υποχωρήσει εν τω μέσω της πανδημίας.

Η πτώση αντανακλά ενδεχομένως την επιφυλακτική στάση που τηρούσαν οι επενδυτές μέχρις ότου δουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών τον Νοέμβριο και βεβαιωθούν κατά πόσον θα ήταν ο Τραμπ νικητής και επόμενος πρόεδρος.

Από τη στιγμή, πάντως, που δόθηκε στη δημοσιότητα το εν λόγω μνημόνιο, το Πεκίνο κάλεσε την Ουάσιγκτον να πάψει να χρησιμοποιεί τα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα ως όπλο εναντίον του.

Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου υπογράμμισε πως η κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη όσων κινεζικών εταιρειών ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στις ΗΠΑ.

Εξάλλου, το εν λόγω μνημόνιο αναφέρει πως η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να αναθεωρήσει φορολογική συμφωνία που έχει υπογράψει με την Κίνα από το 1984 και διασφαλίζει πως άτομα και εταιρείες δεν θα υπόκεινται σε διπλή φορολογία.

Όπως τόνισε ο Μάρτιν Χορζέμπα, «καταργώντας αυτού του είδους τις συμφωνίες, προσδίδει περαιτέρω ανασφάλεια και αβεβαιότητα στην κατάσταση και καθιστά τα πράγματα ακόμη πιο περίπλοκα για τους επενδυτές, καθώς παραμένει αδιευκρίνιστο ποιοι από αυτούς θα φορολογούνται και σε ποια βάση».

Και τέλος, το μνημόνιο επανέρχεται στο θέμα των λογιστικών πρακτικών πολλών κινεζικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εισηγμένες στα αμερικανικά χρηματιστήρια, όπως ο όμιλος Alibaba και η πλατφόρμα JD.com. Inc.

Επισημαίνει πως η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει την αυστηρή τήρηση των κανόνων.