Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πλησιάζει τον στόχο της για τις τιμές καταναλωτή, αλλά πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση για παραμένοντες κινδύνους σε ορισμένους τομείς, σύμφωνα με την πρόεδρό της, Κριστίν Λαγκάρντ.
“Βρισκόμαστε πολύ κοντά σε εκείνο το στάδιο που μπορούμε να δηλώσουμε ότι έχουμε οδηγήσει σταθερά τον πληθωρισμό στο μεσοπρόθεσμο 2% που επιδιώκουμε”, δήλωσε η Λαγκάρντ σε podcast των Financial Times τη Δευτέρα. “Το λέω με μικρή επιφύλαξη, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σχετικά με τις τιμές στις υπηρεσίες”.
Σημείωσε ότι οι αυξήσεις τιμών σε αυτόν τον κλάδο παραμένουν σχεδόν διπλάσιες από τον στόχο της ΕΚΤ, προτρέποντας επίσης τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να παρακολουθούν τις τροχιές των μισθών και των εταιρικών κερδών στην ευρωζώνη των 20 κρατών-μελών.
Τα σχόλια έρχονται στο τέλος ενός έτους κατά το οποίο η Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της άρχισαν να χαλαρώνουν την πρωτοφανή νομισματική τους σύσφιξη. Οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι θα μειώσουν το επιτόκιο καταθέσεων τέσσερις φορές ακόμη μέσα στο 2025, πέραν των τεσσάρων κινήσεών τους το 2024 και φέρνοντάς το βασικό επιτόκιο στο 2% μέχρι τα μέσα του έτους, από 3% που βρίσκεται σήμερα.
Οι περισσότεροι αξιωματούχοι προτιμούν μια “σταδιακή” προσέγγιση για τη χαλάρωση της πολιτικής – κάτι που οι αγορές γενικά ερμηνεύουν ως μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης τη φορά.
Σε μια ξεχωριστή συνέντευξη στους FT, ο επικεφαλής της ιρλανδικής κεντρικής τράπεζας Gabriel Makhlouf είπε ότι συνεχίζει να ευνοεί τέτοιες κινήσεις σε σχέση με τα “μεγάλα άλματα”.
Σχετικά με το διεθνές εμπόριο, η Λαγκάρντ επανέλαβε τις ανησυχίες ότι η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιζήμιες τριβές.
“Έχω δηλώσει ότι τα αντίποινα ήταν μια κακή προσέγγιση γιατί πιστεύω ότι οι συνολικοί εμπορικοί περιορισμοί που ακολουθούνται από αντίποινα και αυτός ο συγκρουσιακός τρόπος αντιμετώπισης του εμπορίου είναι απλώς κακός για την παγκόσμια οικονομία γενικότερα”, είπε. “Και, ξέρετε, θα μπορούσε να αποδειχθεί κακός και για την ίδια την οικονομία των ΗΠΑ”.
Πηγή: Capital.gr