Δεν υπάρχει μικτή οικονομία, ένα σύστημα που θα ήταν εν μέρει καπιταλιστικό και εν μέρει σοσιαλιστικό. Η παραγωγή κατευθύνεται είτε από την αγορά είτε από τα διατάγματα ενός «τσάρου» της παραγωγής.
Η πρώτη επαφή των περισσότερων ανθρώπων με τα οικονομικά γίνεται στην 1η γυμνασίου, ή τουλάχιστον κάπου εκεί κοντά. Για να εισαγάγει τους μαθητές στο θέμα, ο καθηγητής εξηγεί ότι υπάρχουν τρεις κύριες προσεγγίσεις που μπορεί να ακολουθήσει μια χώρα: ο σοσιαλισμός, ο καπιταλισμός ή ένα ενδιάμεσο σύστημα που χαρακτηρίζεται ως «μικτή οικονομία».
Στη συνέχεια, ο καθηγητής εξηγεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε συστήματος. Δεδομένου ότι ο καθηγητής είναι συνήθως προκατειλημμένος, μία από τις εναλλακτικές είναι αναπόφευκτα η προτιμότερη. Από τη δική μου εμπειρία από αυτό το μάθημα – και υποπτεύομαι ότι πολλοί μπορούν να την επιβεβαιώσουν – η «μικτή οικονομία» θεωρείτο ως η λιγότερο κακή επιλογή. Τα άκρα τα έβλεπαν με καχυποψία. Η μέση οδός ενσωμάτωνε τα καλύτερα στοιχεία και των δύο κόσμων, αποφεύγοντας τις υπερβολές του καθαρού καπιταλισμού ή του σοσιαλισμού.
Κοιτάζοντας το πολιτικό τοπίο σήμερα, είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η θέση του «μεσαίου χώρου» είναι, μακράν, η πιο δημοφιλής. Είναι απλά «γνωστό» ότι, τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο σοσιαλισμός, προκαλούν σοβαρά προβλήματα όταν φτάνουν στα άκρα – η γνώση που, σε πολλές περιπτώσεις, μας μεταδόθηκε ευγενικά από τους καθηγητές κοινωνικών σπουδών της 1ης γυμνασίου. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση, φαινομενικά μέσω της κοινής λογικής, εκλαμβάνει το ζήτημα εσφαλμένα με πολλούς και σημαντικούς τρόπους.
Ο μύθος της «μικτής οικονομίας»
Το πρώτο ζήτημα με τη θέση της μέσης οδού είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει «μικτή» οικονομία. Όπως εξηγεί ο Ludwig von Mises στο magnum opus Human Action, μια οικονομία της αγοράς και μια σοσιαλιστική οικονομία αλληλοαποκλείονται με μια πολύ τεχνική έννοια, επομένως η ανάμειξή τους, ακόμη και στη θεωρία, είναι αδύνατη:
Η οικονομία της αγοράς ή ο καπιταλισμός, όπως συνήθως αποκαλείται, και η σοσιαλιστική οικονομία αποκλείουν η μία την άλλη. Δεν υπάρχει καμία ανάμειξη των δύο συστημάτων που να είναι εφικτή ή έστω θεωρητικά υπαρκτή. Δεν υπάρχει μικτή οικονομία, ένα σύστημα που θα ήταν εν μέρει καπιταλιστικό και εν μέρει σοσιαλιστικό. Η παραγωγή κατευθύνεται είτε από την αγορά είτε από τα διατάγματα ενός «τσάρου» της παραγωγής ή μιας επιτροπής τσάρων της παραγωγής.
Αυτό που ονομάζεται ευφημιστικά «μικτή οικονομία», εξηγεί ο Mises αργότερα στο βιβλίο, ονομάζεται ακριβέστερα σύστημα παρεμβατισμού. Είναι ακόμα ένας βαθμός οικονομίας της αγοράς, αλλά αντί για ελεύθερη αγορά, είναι μια αγορά που παρεμποδίζεται.
Αυτό έχει συνέπειες πολύ πέρα από το να αλλάζει απλώς την ορολογία μας. Από τη στιγμή που βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ανάμειξη καπιταλισμού και σοσιαλισμού, η ίδια η έννοια του φάσματος μεταξύ τους είναι αλλοιωμένη, και έτσι, το ίδιο συμβαίνει και με την έννοια του ενδιάμεσου δρόμου. Όπως γράφει ο Mises σε άλλο μέρος, «Ο παρεμβατισμός δεν είναι χρυσή τομή μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Είναι ο σχεδιασμός ενός τρίτου συστήματος οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας και ως τέτοιος πρέπει να κριθεί».
Αντί να θεωρείτε ότι ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός και ο παρεμβατισμός βρίσκονται σε μια γραμμή, σκεφτείτε τους διατεταγμένους σε ένα τρίγωνο. Υπάρχουν απλώς τρία ανεξάρτητα συστήματα για να διαλέξετε, και κανένα από αυτά δεν βρίσκεται «ενδιάμεσα» σε κανένα από τα άλλα.
Πέρα από το ότι είναι πιο ακριβής από οικονομική άποψη, αυτή η νέα διάρθρωση μάς βοηθά επίσης να αποφύγουμε τον πειρασμό της πλάνης της μέσης οδού, γνωστής και ως επιχείρημα υπέρ του μέτρου. Η πλάνη της μέσης οδού είναι η υπόθεση ότι η καλύτερη θέση πρέπει να είναι ο συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων. Μερικές φορές είναι, φυσικά, αλλά συχνά δεν είναι. Είναι πολύ πιθανό αυτή η πλάνη να έχει παίξει ρόλο στην τρέχουσα δημοτικότητα της παρεμβατικής θέσης του «μεσαίου χώρου». Ο Mises το υπαινίσσεται αυτό με το σχόλιό του για τον «χρυσό μέσο όρο». Είναι δελεαστικό να υποθέτει κανείς ότι η μέση οδός είναι η καλύτερη.
«Ωστόσο», αντιτείνουν οι παρεμβατιστές, «η θέση μας δεν πηγάζει σχεδόν καθόλου από την τυφλή προσκόλληση στη μέση οδό για χάρη της μέση οδού. Έχουμε ειλικρινείς ανησυχίες για τον ανεμπόδιστο καπιταλισμό, που πιστεύουμε ότι ο παρεμβατισμός μπορεί να μετριάσει».
Μια απέχθεια για την ελευθερία
Μια κοινή ανησυχία είναι ότι —σε μια απρόσκοπτη αγορά— οι άνθρωποι θα αγόραζαν πράγματα που τους βλάπτουν. Εάν η κυβέρνηση δεν ρύθμιζε την αγορά στα τρόφιμα, τα φάρμακα, τα αυτοκίνητα, τα σπίτια κ.λπ., οι καταναλωτές μπορεί να προτιμούσαν πιο επικίνδυνες επιλογές επειδή είναι φθηνότερες, οδηγώντας σε περισσότερους θανάτους και τραυματισμούς.
Άλλοι μπορεί να ανησυχούν για την ανισότητα. Εάν η κυβέρνηση δεν παρέχει βασικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, οι δρόμοι, οι βιβλιοθήκες και τα δημόσια πάρκα, φοβούνται ότι η κοινωνία θα χωριστεί γρήγορα σε έχοντες και μη.
Άλλοι πάλι ανησυχούν ότι ορισμένοι κλάδοι θα δεχτούν πίεση. Εάν η κυβέρνηση άρει όλες τις προστατευτικές πολιτικές, όπως τους δασμούς, αυτό δεν θα είναι καταστροφή για ορισμένες επιχειρήσεις;
Το κοινό θέμα σε αυτές και σε αμέτρητες άλλες αντιρρήσεις είναι η αποστροφή για τις συνέπειες της ελευθερίας. Οι άνθρωποι αναφέρουν αυτά τα ζητήματα ως απόδειξη ότι η ελεύθερη αγορά «δεν λειτουργεί», αλλά αυτό που πραγματικά εννοούν είναι ότι θα είχε αποτελέσματα που προσωπικά τα βρίσκουν δυσάρεστα. Στον πυρήνα τους, αυτά τα επιχειρήματα συνοψίζονται στο να λένε: «Το πρόβλημα με την ελευθερία είναι ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που προτιμούν να κάνουν, αντί για αυτό που θα ήθελα εγώ να κάνουν». Στο οποίο θα απαντούσα: ναι, αυτό ακριβώς είναι η ελευθερία.
Είναι απολύτως κατανοητό να ανησυχούν κάποιοι για το τι θα έκαναν οι άνθρωποι αν η κυβέρνηση δεν παρενέβαινε στην οικονομία. Είναι πολύ πιθανό ότι η κοινωνία θα έμοιαζε πολύ διαφορετική, ότι κάποιοι θα έχαναν τις δουλειές τους και ότι οι πλούσιοι και οι φτωχοί θα γίνονταν πιο στρωματοποιημένοι.
Όμως είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, μόνο και μόνο επειδή η ελεύθερη αγορά θα παράγει αποτελέσματα που δεν μας αρέσουν πάντα, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι θεμελιωδώς λάθος σε αυτήν. Είναι πολύ αλαζονικό να λέμε ότι ένα σύστημα έχει αντικειμενικά χαλάσει, απλώς και μόνο επειδή δεν μας δίνει πάντα αυτό που θέλουμε προσωπικά ή επειδή δεν γνωρίζουμε πώς θα λειτουργούσαν ορισμένα πράγματα.
Ο Μίλτον Φρίντμαν συνόψισε καλά αυτό το ζήτημα όταν είπε: «Μια σημαντική πηγή αντιρρήσεων για μια ελεύθερη οικονομία είναι ακριβώς ότι […] δίνει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν, αντί για αυτό που μια συγκεκριμένη ομάδα πιστεύει ότι πρέπει να θέλουν. Τα περισσότερα επιχειρήματα κατά της ελεύθερης αγοράς βρίσκονται κάτω από την έλλειψη πίστης στην ίδια την ελευθερία».
Μια καπιταλιστική δυστοπία;
Η άλλη μεγάλη κατηγορία αντιρρήσεων για την ελεύθερη αγορά περιγράφεται ίσως καλύτερα ως «θα προξενούσε την Αποκάλυψη». Δύο από τις πιο κοινές δυστοπικές προβλέψεις είναι ότι οι ελεύθερες αγορές θα οδηγούσαν σε περιβαλλοντική καταστροφή και ότι τα μονοπώλια θα κυριαρχούσαν και θα μας χρέωναν μια περιουσία για κάθε τι. Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις είναι εντελώς αβάσιμες.
Όσον αφορά το περιβάλλον, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ελεύθερη αγορά βασίζεται στα ιδιωτικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα και η ρύπανση της ιδιοκτησίας κάποιου άλλου είναι ξεκάθαρα παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, μια πραγματική ελεύθερη αγορά δύσκολα θα επέτρεπε το είδος της ανεξέλεγκτης ρύπανσης που συχνά φοβόμαστε. Τώρα, είναι αλήθεια ότι ένας ιδιοκτήτης ακινήτου θα μπορούσε να εξαντλήσει, ή να καταστρέψει με άλλο τρόπο, την περιουσία του όσο ήθελε, εφόσον δεν θα υπήρχε καμία επίδραση στη γύρω γη, τον αέρα ή το νερό. Αλλά αυτό επιστρέφει στο παραπάνω σημείο σχετικά με την ελευθερία – η ένσταση είναι ουσιαστικά, «Θα πρέπει να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τη γη του σύμφωνα με τις προτιμήσεις μου [ή της κυβέρνησης], όχι τις δικές του».
Όσον αφορά τα μονοπώλια που θα κατακτήσουν τα πάντα, αυτός ο φόβος βασίζεται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις ωφελούνται πάντα από τη συγχώνευση και την επέκταση. Όμως αυτό έχει αποδειχθεί ότι είναι οικονομικά λανθασμένο, ειδικά από τους Ronald Coase και Murray Rothbard. Η οικονομική θεωρία συμφωνεί με την εμπειρία μας στον πραγματικό κόσμο. Αναρωτηθείτε το εξής: εάν η αγορά έχει μια συνεχή τάση προς τη συγκέντρωση, γιατί δεν είναι κάθε κλάδος τόσο συγκεντρωμένος όσο το επιτρέπουν οι αντιμονοπωλιακές νομοθεσίες;
Το πρόβλημα με τον παρεμβατισμό
Όπως ελπίζουμε να δείξει η παραπάνω συζήτηση, τα υποτιθέμενα ζητήματα με τον καθαρό καπιταλισμό στην πραγματικότητα δεν υφίστανται καν ως ζητήματα. Είναι αλήθεια ότι ένας σημαντικός βαθμός πλουραλισμού πρέπει να γίνει ανεκτός, αλλά εκτός από αυτό δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στο σύστημα που να το εμποδίζει να λειτουργεί εξαιρετικά καλά.
Υπάρχουν, ωστόσο, εγγενή ζητήματα με τον παρεμβατισμό (και, φυσικά, με τον σοσιαλισμό, αλλά αυτό είναι αυτονόητο). Όπως δείχνει ο Henry Hazlitt στο βιβλίο Economics in One Lesson, σχεδόν κάθε πιθανή παρέμβαση δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Ο λόγος που αυτές οι παρεμβάσεις παραμένουν δημοφιλείς παρ’ όλα αυτά είναι ότι εστιάζουμε στις άμεσες και ορατές συνέπειες, που τείνουν να είναι θετικές, ενώ αγνοούμε τις μακροπρόθεσμες και αόρατες συνέπειες, που τείνουν να είναι αρνητικές. Η ανάλυση του Rothbard στο Power and Market δείχνει επίσης πολλά σοβαρά προβλήματα που ενυπάρχουν στην παρεμβατική προσέγγιση – πώς βλάπτει την προσωπική ωφέλεια, δημιουργεί καρτέλ και σπαταλά πόρους. Έτσι, μακράν του να διορθώνει ένα κατεστραμμένο σύστημα, ο παρεμβατισμός στην πραγματικότητα καταστρέφει ένα λειτουργικό σύστημα.
Πώς θα έμοιαζε λοιπόν ένα καλύτερο μοντέλο κοινωνικών σπουδών της 1ης γυμνασίου; Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν τρία πιθανά συστήματα: μια ελεύθερη αγορά, μια παρεμποδισμένη αγορά και ο σοσιαλισμός. Ενώ δεν υπάρχει φάσμα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, υπάρχει ένα φάσμα μέσα στον παρεμβατισμό, από πολύ υψηλό βαθμό παρέμβασης έως σχεδόν κανένα – και, κατά μία έννοια, η αμιγώς ελεύθερη αγορά είναι απλώς το μη παρεμβατικό άκρο σε αυτό το φάσμα.
Το μόνο πραγματικό μειονέκτημα της ελεύθερης αγοράς είναι ότι επιτρέπεται στους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Τα μειονεκτήματα του παρεμβατισμού -και αυτά γίνονται πιο εμφανή καθώς προχωράμε προς υψηλότερους βαθμούς παρέμβασης- είναι ότι διακυβεύεται η οικονομική ευημερία μας και παραβιάζεται η ελευθερία μας. Λαμβάνοντας υπ’ όψη αυτή την πραγματικότητα, η μόνη λογική θέση για όσους αγαπούν την ελευθερία και την ευημερία είναι η ριζοσπαστική: μια ανόθευτη οικονομία της αγοράς.