Η Ε.Ε. μιμείται τις ΗΠΑ των Democrats στην χρήση του πολέμου με σκοπό να ωφεληθούν κάποιοι διαπλεκόμενοι, «κατανοώντας» τελικά το πώς να εκμεταλλευτεί κυνικά τον πόλεμο.
Η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ γνωρίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει χαθεί, αλλά θέλει να τον χρησιμοποιήσει σαν ευκαιρία για να φτάσει σε μια στρατηγική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπε ο μέλλων καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς αμέσως μετά την εκλογική του νίκη στις 23 Φεβρουαρίου: «Θα είναι απόλυτη προτεραιότητα για μένα να ενισχύσω την Ευρώπη όσο το δυνατόν συντομότερα, ώστε σταδιακά να αποκτήσει πραγματικά την ανεξαρτησία της από τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Μια τέτοια στρατηγική ανεξαρτησία χρειάζεται χρήματα και επενδύσεις -πολλές επενδύσεις- όχι μόνο για την ενίσχυση της άμυνας αλλά και πολλών τομέων ακόμα, όπως η ενέργεια και η καινοτομία, τομείς στους οποίους η Ευρώπη υστερεί έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Προκειμένου να υπάρχει το πρόσχημα για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου δαπανών, η ιδέα της ελίτ της ΕΕ είναι να διασφαλιστεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει πολύ γρήγορα. Με αυτόν τον τρόπο, η σύγκρουση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την τεχνητή διοχέτευση χρημάτων στις ετοιμοθάνατες οικονομίες της ΕΕ, που τα χρειάζονται απεγνωσμένα.
Πρώτον, υπήρξε το ζήτημα της παροχής 20 δισεκατομμυρίων ευρώ πρόσθετης στρατιωτικής υποστήριξης για την Ουκρανία και της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων που επιβλήθηκαν από την ΕΕ χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα «ρήτρα διαφυγής» σε περίπτωση «εξαιρετικών» περιστάσεων, όπως η ψεύτικη δικαιολογία της «υπεράσπισης της Ουκρανίας». Όπως ανέφερε το Bloomberg, «βάσει αυτού του σχεδίου, τα κράτη της ΕΕ θα εξαιρούνταν από τα όρια χρέους και ελλείμματος κατά τη χρηματοδότηση στρατιωτικών δαπανών. Αυτό σηματοδοτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στη χρηματοπιστωτική πολιτική της ΕΕ, καθώς τέτοιες εξαιρέσεις ήταν στο παρελθόν αδύνατες βάσει των κανόνων της ΕΕ».
Πράγματι, η ελίτ της ΕΕ δεν θέλει να ακολουθήσει τους αυθαίρετους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ: για το Παρίσι, το όριο του 3 τοις εκατό του δημοσιονομικού ελλείμματος επί του ΑΕΠ είναι πολιτικά επώδυνο και για το Βερολίνο, το όριο του 60 τοις εκατό επί του ΑΕΠ σε όρους κρατικού δημόσιου δανεισμού φαίνεται σαν ένας τεχνητός περιορισμός.
Κατόπιν έγινε λόγος για ένα αμυντικό πακέτο 700 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το Newsweek δήλωσε ότι: «Η Baerbock (σ.σ. υπουργός άμυνας της Γερμανίας) είπε ότι το πακέτο θα μπορούσε να κοστίσει περίπου 700 δισεκατομμύρια ευρώ (732 δισεκατομμύρια δολάρια).» Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν το επιβεβαίωσε επίσης στις 2 Μαρτίου 2025. «Θα δώσουμε εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καθορίσει τις ανάγκες μας για μια κοινή άμυνα», είπε ο Μακρόν σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σε πολλές γαλλικές εφημερίδες. «Αυτή η τεράστια χρηματοδότηση πιθανότατα θα φτάσει τις εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ».
Το επίσημο σύνθημα «βοηθήστε την Ουκρανία να αμυνθεί» θα δώσει στην πολιτική και οικονομική ελίτ της ΕΕ μια δικαιολογία για να ανοίξει όσο πάει την κάνουλα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Να πλημμυρίσει ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία με «δωρεάν» χρήμα και να στηρίξει τις εύθραυστες οικονομίες της, όπως έγινε μετά την κρίση του ευρώ του 2011, με το τεράστιο ταμείο ανάκαμψης του Covid το 2021, καθώς και με το Green New Deal.
Ντοπάροντας τις οικονομίες της ΕΕ με κοινά ομόλογα
Αυτή τη φορά, η ιδέα φαίνεται να είναι η χρήση κοινών ομολόγων της ΕΕ. Το Reuters γράφει : «Τα μεγαλύτερα ποσά θα πρέπει να προέλθουν από κάποιο είδος κεντρικής χρηματοδότησης, επειδή οι περισσότεροι προϋπολογισμοί στην Ευρώπη είναι σχετικά τεντωμένοι, ιδιαίτερα στην Ιταλία και τη Γαλλία». Όπως αναφέρθηκε στην περίφημη Έκθεση Ντράγκι από τον Σεπτέμβριο του 2024: «η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί προς την τακτική έκδοση κοινών, ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, για να επιτρέψει κάποια κοινά επενδυτικά σχέδια μεταξύ των κρατών μελών και να βοηθήσει στην ενοποίηση των κεφαλαιαγορών». Ως εκ τούτου, «η κοινή έκδοση θα πρέπει με την πάροδο του χρόνου να παράγει μια βαθύτερη και πιο ρευστή αγορά ομολόγων της ΕΕ».
Τα κοινά ομόλογα της ΕΕ είναι ουσιαστικά εκδόσεις ομολόγων έναντι ολόκληρης της οικονομίας του ευρώ και, επομένως, συνεπάγονται χαμηλό κίνδυνο και χαμηλότερο επιτόκιο από τα ομόλογα της ΕΕ σε επίπεδο χώρας. Αυτό θεωρείται απαραίτητο προκειμένου η ΕΕ να διατηρήσει τη θέση της στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα, που έχουν ήδη ενοποιημένες κεφαλαιαγορές, όπως κατέστησε σαφές μια ομιλία του Ντράγκι στην Επιτροπή της ΕΕ πέρυσι.
Υπάρχουν τρεις κύριες πηγές χρηματοδότησης ενός πολέμου: η εκτύπωση χρημάτων, η αύξηση των φόρων και ο δανεισμός. Η διάθεση «εκατοντάδων δισεκατομμυρίων» για την ΕΕ πιθανότατα θα βασίζεται στο χρέος που θα εκδοθεί από κοινά ομόλογα της ΕΕ. Το Bloomberg σημείωσε ότι, εάν οι δαπάνες χρηματοδοτούνταν με αυξήσεις φόρων ή περικοπές σε άλλους τομείς, αυτό θα μπορούσε να εξαλείψει κάθε θετικό αντίκτυπο —ή κάτι ακόμα χειρότερο. Οποιαδήποτε άμεση δαπάνη για τον στρατό δεν θα βοηθούσε την Ευρώπη γιατί θα ξοδευόταν κυρίως για την αγορά αμερικανικών όπλων.
Επομένως, αυτό που έχει τώρα στο μυαλό της η ελίτ της ΕΕ είναι πιθανό η εφαρμογή αυτού που είπε ο F. Merz: μια στρατηγική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ μέσω μιας τεράστιας επένδυσης από κοινά ομόλογα της ΕΕ, τα οποία θα απελευθερωθούν και θα χρησιμοποιηθούν μακροπρόθεσμα προκειμένου να αναπτυχθεί σταδιακά η βιομηχανία της Ευρώπης, όχι μόνο στον αμυντικό τομέα αλλά και σε άλλους τομείς.
Το σχέδιο τιτλοποίησης χρέους της ΕΕ αφορά τον κεντρικό δημοσιονομικό έλεγχο
Κατά μία έννοια, αυτό το επίδοξο σχέδιο δημιουργίας χρέους σημαίνει απλώς ότι Ευρωπαϊκή Ένωση μιμείται το «βιβλίο οδηγιών» των Ηνωμένων Πολιτειών για την χρήση του πολέμου με σκοπό το να ωφεληθούν κάποιοι διαπλεκόμενοι, «κατανοώντας» τελικά το πώς να εκμεταλλευτεί κυνικά τον πόλεμο της Ουκρανίας, όπως κάνουν οι ΗΠΑ από το 2022 τροφοδοτώντας το στρατιωτικο-βιομηχανικό τους σύμπλεγμα. Αλλά, για να συμβεί αυτό, ο πόλεμος δεν πρέπει να τελειώσει πολύ νωρίς για την ευρωπαϊκή ελίτ, γι’ αυτό και καταβάλλονται προσπάθειες προκειμένου -κατά τρόπο εξωφρενικό- να χαλάσουν τα ειρηνευτικά σχέδια των ΗΠΑ και να συνεχιστεί ο πόλεμος προς το παρόν.
Αυτό το σχέδιο είναι το τυπικό κεϋνσιανό μιλιταριστικό σχέδιο δαπανών, που τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά – και όχι μόνο οι φασίστες και οι Ναζί, όπως κατέδειξε ο John T. Flynn στο μνημειώδες βιβλίο του, As We Go Marching.
Με την πάροδο του χρόνου, οι συνέπειες αυτής της αποχαλίνωσης των δημοσίων δαπανών θα είναι τόσο καταστροφικές για την Ευρώπη, όσο είναι προφανείς, φυσικά, για τους μελετητές της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής. Θα οδηγήσει, όπως πάντα, σε πληθωρισμό των τιμών και θα υποτιμήσει το νόμισμα του ευρώ, θα διογκώσει φούσκες, θα στρεβλώσει τις οικονομίες της ΕΕ, θα οδηγήσει σε κακές επενδύσεις και –τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο– θα κάνει τις μικρές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, τη ραχοκοκαλιά των οικονομιών της Ευρώπης, να μαραζώσουν. Απλώς θα κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί και θα επιτρέψει στην κυβέρνηση της ΕΕ να αναβάλει την αντιμετώπιση των πραγματικών διαρθρωτικών προβλημάτων της, τόσο των οικονομικών όσο και των πολιτικών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γαλλία.
Όμως όλα αυτά είναι εκτός θέματος για την ευρωπαϊκή ελίτ, γιατί από την άποψή της αυτές οι δαπάνες θα ενισχύσουν τεχνητά το ΑΕΠ στα πολλά κράτη μέλη, θα δημιουργήσουν εξειδικευμένες θέσεις εργασίας στους τομείς της άμυνας και της ενέργειας σε όλη την Ευρώπη, απορροφώντας έτσι μέρος της συστημικής ανεργίας που είναι προϊόν δεκαετιών βαριάς κρατικής παρέμβασης. Θα επιτρέψει περαιτέρω τον συγκεντρωτισμό και την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών οικονομιών προς όφελος της συγκεντροποίησης της εξουσίας στις Βρυξέλλες, καθώς θα οδηγήσει σε κοινές αμυντικές πλατφόρμες, αντί για το κατακερματισμένο συνονθύλευμα των αμυντικών προμηθευτών που υπάρχουν στην Ευρώπη σήμερα. Ως συνήθως, τα συμφέροντα της κυρίαρχης μειοψηφίας διαφέρουν από τα συμφέροντα της ανοργάνωτης και κυβερνώμενης πλειοψηφίας.
Τέλος, θα κάνει τους σημερινούς πολιτικούς της ΕΕ πιο δημοφιλείς από ό,τι σήμερα (κάτι που ομολογουμένως δεν είναι δύσκολο) και θα ωφελήσει την καριέρα τους και πιθανότατα τον προσωπικό τους πλούτο μέσα από όλες τις μίζες που θα εισπράξουν. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen και πολλά άλλα γραφειοκρατικά παράσιτα της ΕΕ γνωρίζουν ήδη καλά αυτό το είδος των «επιχειρήσεων».
Αυτό, τουλάχιστον, φαίνεται να είναι το σχέδιο. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει μεγάλη πολιτική αντίθεση σε αυτό, αφού θα ήταν πολιτική αυτοκτονία (σ.σ. σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές ελίτ) να αντιταχθούμε σε ένα σχέδιο που «όχι μόνο θα κάνει την Ευρώπη μεγάλη ξανά (MEGA), αλλά και πιο ασφαλή (από τη Ρωσία)!». Η επιβεβαιωμένη νίκη του CDU του Merz στη Γερμανία κατέστησε ήδη πιο ήπια την πιθανή πολιτική αντιπολίτευση από το AfD.
Αυτή είναι μια ακόμα περίπτωση που δείχνει ότι οι δυτικοί πολίτες —όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ— πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα ότι η δημιουργία χρήματος, είτε μέσω κρατικού χρέους είτε με άλλο τρόπο, και η τεχνητή διοχέτευση αυτού του χρήματος στην οικονομία δεν θα είναι προς όφελός τους. Τα αμελητέα οφέλη για την πλειοψηφία από τέτοιες πολιτικές αποφάσεις δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν τον πραγματικό τους στόχο: να συντηρήσουν τεράστια γραφειοκρατικά κράτη και να αυξήσουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, είναι περισσότερο επείγον από ποτέ να συνεχίσουμε να διαδίδουμε τη γνώση και τη σοφία της αυστριακής οικονομικής σχολής.